шпынять - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

шпынять - translation to γαλλικά


шпынять      
разг.
harceler ( придых. ) ( ll ) vt
criailler      
покрикивать; шпынять; скандалить, шуметь, препираться, пререкаться

Ορισμός

шпынять
несов. перех. разг.-сниж.
1) а) Колоть, тыкать чем-л. острым.
б) перен. Укорять, попрекать.
2) перен. Донимать, издеваясь, подтрунивая.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шпынять
1. Но не спешите свирепо шпынять командиров за неисполнительность и самоуправство.
2. Блэр вышел победителем, а Ширака-пораженца стали шпынять даже дома.
3. Поэтому надо себя постоянно "шпынять", не давая организму расслабиться.
4. - Но слушай: ты взялась играть в "Карнавальной ночи-2", отлично зная, что картину будут шпынять.
5. Да, наших чиновников не шпынять надо этой пресловутой коррупцией, а памятники им ставить!